- πλευριαῖος
- πλευρ-ιαῖος, α, ον,A of the side,
θύρετρα BCH20.324
(Lebad.); κρέα cj. in Poll.6.52.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θύρετρα BCH20.324
(Lebad.); κρέα cj. in Poll.6.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλευριαίος — αία, ον, Α [πλευρά] αυτός που ανήκει στην πλευρά ή προέρχεται από αυτήν («πλευριαῑα κρέα», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek